- διατίλλω
- διατίλλω (AM) [τίλλω]μσν.διασπώ, διαμελίζω, διαιρώ, σχίζωαρχ.1. μαδώ εντελώς, ξεριζώνω2. κουρεύω σύρριζα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάτιλμα — διάτιλμα, το (Α) [διατίλλω] 1. μέρος αποψιλωμένο, καταμαδημένο 2. αποψίλωση … Dictionary of Greek
ՓԵՏԵՄ — ( ) NBH 2 0940 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c, 13c ն. τίλλω, κατατίλλω, διατίλλω vello, evello, divello, depilo κείρω tondeo. (գրի եւ որպէս ռմկ. ՓԵՏՏԵԼ. ) Կորզել քանցել զփետւորս, զթեւս, մանաւանդ զվարսս կամ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)